- διάδοχος
- (5ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Φωτικής (451-458), παλαιάς πόλης της Ηπείρου, κοντά στη σημερινή Παραμυθιά. Ασχολήθηκε και με τη συγγραφή βιβλίων. Το έργο του Κεφάλαια γνωστικά εκατόν επέδρασε πολύ στους μεταγενέστερους. Άλλα έργα του είναι: Όρασις και λόγος εις την ανάληψιν του Κυρίου. Στον ίδιο ανήκει πιθανώς και μια μικρή κατήχηση σε ερωταποκρίσεις.
Ασχολήθηκε κυρίως με τα προβλήματα της ουσίας του Θεού και της φύσης των αγγέλων και του ανθρώπου. Υποστήριξε ότι ο άνθρωπος αποτελείται από τον συγκερασμό ψυχής και σώματος. Η πτώση του οδήγησε στη διάσπαση αυτών των δύο στοιχείων. Γι’ αυτό η ενσάρκωση του Κυρίου αποβλέπει στην αποκατάσταση της ισορροπίας. Με το βάπτισμα αρχίζει ο αγώνας του ανθρώπου, ο οποίος μπορεί, με οδηγό την πνευματική αίσθηση, να αποκτήσει και τις υπόλοιπες πνευματικές λειτουργίες που χρειάζεται για να φτάσει στον προορισμό του, δηλαδή την ομοίωσή του με τον Θεό.
* * *-η, -ο (AM διάδοχος, -ον) [διαδέχομαι]1. αυτός που διαδέχεται άλλον σ' ένα έργο (αξίωμα, υπούργημα)2. (συνήθως ειρωνικά) ο πρωτότοκος γιος κάποιου3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι διάδοχοιοι απομένοντες, οι επιγενόμενοι, οι μεταγενέστεροι σε αντίθεση προς τους προγόνους, τους προπάτορεςαρχ.-μσν.ο κληρονόμοςαρχ.1. αρχηγός φιλοσοφικής σχολής2. πληθ. Διάδοχοιέτσι αποκλήθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους ιστορικούς οι στρατηγοί τού Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι οποίοι μετά τον θάνατο του (323 π.Χ.) διένειμαν μεταξύ τους το κράτος του4. (στον πληθ. επίσης) οι διάδοχοιη κατώτερη κλάση τής Αυλής τών Πτολεμαίων (πρώτη είναι οι συγγενείς, δεύτερη οι πρώτοι φίλοι που θεωρούνταν ομότιμοι τοις συγγενέσι, τρίτη οι αρχισωματοφύλακες, τέταρτη οι φίλοι και πέμπτη οι διάδοχοι).
Dictionary of Greek. 2013.